ἀπερῶ

ἀπερῶ
ἀπερῶ, [dialect] Ion. [full] ἀπερέω,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απέρασις — ἀπέρασις, η (Α) [απερώ] 1. εμετός 2. αφαίρεση υγρού ή υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • διερώ — διερῶ (Α) στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ ( άω) «χύνω έξω, ξεχύνω» (πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”